- πολύφλοιος
- πολύ-φλοιος, ον,A with much or thick bark, Hsch.s.v. πολυσφέλμου.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύφλοιος — ον, Α αυτός που έχει πολύ ή παχύ φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φλοιός (πρβλ. λειό φλοιος)] … Dictionary of Greek
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek